- πιένα
- η(λ. ιταλ.), μεγάλη προσέλευση θεατών σε θέατρο, συναυλία κτλ.: Έχει πιένα απόψε στο Κρατικό Θέατρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πιένα — η, Ν (για θέατρο) αθρόα προσέλευση θεατών, υπερπλήρωση τού θεάτρου, το να καταλαμβάνονται όλες οι θέσεις, η γεμάτη αίθουσα («γνώρισε μεγάλες πιένες» σημείωσε μεγάλη επιτυχία).. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. piena < pieno «γεμάτος» < λατ. plenus… … Dictionary of Greek